- ραδιοτηλεγράφημα
- [радиотилэграфима] ουσ. о. радиограмма.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
ραδιοτηλεγράφημα — το, Ν τηλεγράφημα που μεταδίδεται με ραδιοτηλέγραφο. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. radiotelegram (< λατ. radius «ακτίνα» + τηλεγράφημα)] … Dictionary of Greek
ραδιοτηλεγράφημα — το τηλεγράφημα που στέλνεται με τον ασύρματο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ραδιογράφημα — το, Ν 1. φωτογραφική εικόνα που παίρνεται με ακτινογραφία 2. τηλεγράφημα με ασύρματο, ραδιοτηλεγράφημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. radiogram (< λατ. radius «ακτίνα» + γράφημα < γράφω)] … Dictionary of Greek
ραδιογράφημα — το, ατος 1. εικόνα που πήραμε με ακτινογραφία. 2. ραδιοτηλεγράφημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)